τεθλιμμένος

τεθλιμμένος
τεθλιμμένος s. θλίβω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεθλιμμένος — τεθλῑμμένος , θλίβω squeeze perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • τεθλειμμένος — η, ον Α τεθλιμμένος, λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. της μτχ. τεθλιμμένος] …   Dictionary of Greek

  • θλίβομαι — βλ. πίν. 8 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.), θλιμμένος Σημειώσεις: θλίβομαι : η μτχ. θλιμμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που νιώθει ή φανερώνει θλίψη. Χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και η λόγια μτχ. τεθλιμμένος με ειρωνικό τόνο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”